- τσοράπι
- το, Νβλ. τσουράπι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσουράπι — και τσοράπι, το, Ν 1. κοντή μάλλινη χειροποίητη κάλτσα τών χωρικών 2. (κατ* επέκτ.) κάθε είδος ανδρικής κάλτσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. corap] … Dictionary of Greek
τσουράπι — τσουράπι, το και τσοράπι, το (λ. τουρκ.) 1. κοντή μάλλινη κάλτσα των χωρικών χειρόπλεχτη. 2. κάθε αντρική κάλτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)